Έχω δανειστεί μέρος του τίτλου αυτού του άρθρου από ένα πολύ ενδιαφέρον δημοσίευμα στην αγγλική εφημερίδα The Guardian το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και το συστήνω ανεπιφύλακτα σε όσους ασχολούνται με το ζήτημα οργάνωσης και στελέχωσης ενός ποδοσφαιρικού σωματείου.
Είχα γράψει σε προηγούμενο άρθρο μου για την ανάγκη διοικητικής αναδιάρθρωσης του σωματείου και εισηγήθηκα ότι μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να καταφύγουμε στη πρόσληψη τεχνικού διευθυντή ή καλύτερα αθλητικού διευθυντή (sporting director), όπως αυτός ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα στην Ευρώπη.
Με αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθώ σήμερα.
Σπεύδω να σημειώσω ότι δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Κάποια από τα όσα θα αναφέρω πιο κάτω τα έχουν εισηγηθεί και άλλοι παλαιότερα. Το θέμα συζητήθηκε επίσης, σε διάφορες περιπτώσεις, στο Δ.Σ. του σωματείου. Υπάρχουν διιστάμενες απόψεις οι οποίες είναι σεβαστές. Τονίζω επίσης ότι τα όσα αναφέρω δεν αφορούν την πρόσληψη Καϊάφα με την οποία συμφωνώ.
Εξάλλου το ζήτημα δεν είναι θέμα προπονητή μόνο, αλλά είναι θέμα γενικότερης φιλοσοφίας σε ότι αφορά τη διάρθρωση ενός ποδοσφαρικού σωματείου.
Κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο Δ.Σ. της ΟΜΟΝΟΙΑΣ από τον Ιούνιο του 2010 μέχρι τον Φεβρουάριο 2014 έγιναν αλλαγές 5 προπονητών. Λεμονής, Μπάγιεβιτζ, Λάρκου, Σαβέφσκι και Λοτίνα. Είχα ενεργό ρόλο ως μέλος της επιτροπής πρόσληψης προπονητή στη περίπτωση Λοτίνα. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις ήμουν μέλος του Δ.Σ. που πήρε την απόφαση πρόσληψης στη βάση εισήγησης της επιτροπής πρόσληψης προπονητή. Εξ όσων θυμούμαι, σε όλες τις περιπτώσεις η απόφαση για πρόσληψη η αποδέσμευση προπονητή ήταν ομόφωνη εκτός της περίπτωσης πρόσληψης αλλά και αποδέσμευσης Σαβέφσκι.
Από την εμπειρία μου έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μέλη του Δ.Σ. ενός σωματείου, και αναφέρομαι γενικά, δεν είναι τα πλέον κατάλληλα για επιλογή προπονητή. Δηλαδή δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις, παιδεία , υπόβαθρο και διασυνδέσεις για να κάνουν την σωστότερη επιλογή προπονητή. Και επαναλαμβάνω δεν είναι θέμα επιλογής μόνο προπονητή.
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν αρκετά μέλη Δ.Σ. που γνωρίζουν πολύ καλά το αντικείμενο του ποδοσφαίρου. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Το ποδόσφαιρο και ο αθλητισμός σήμερα είναι επιστήμη. Ξεκινώντας από τον τρόπο παιχνιδιού μιας ομάδας, τις αγορές ποδοσφαιριστών π.χ. Ισπανική, Πορτογαλική αγορά και τα αντίστοιχα πρωταθλήματα, τις τιμές ποδοσφαιριστών, το δίκτυο με τους agent, τα εξειδικευμένα sites που υπάρχουν που παρουσιάζουν το ιστορικό και καριέρα ενός ποδοσφαιριστή, τα ζητήματα υγείας, αντοχής, τραυματισμών κ.λ.π.
Άρα το ρόλο αυτό πρέπει να έχει ένα άτομο που έχει τις γνώσεις, την παιδεία, την επιστημοσύνη, εμπειρία και διασυνδέσεις. Αυτός είναι ο αθλητικός διευθυντής (sporting director), ρόλος που είναι καθιερωμένος εδώ και χρόνια σε εκατοντάδες σωματεία σε όλη την Ευρώπη. Ο προπονητής ως εκ της θέσης του, που είναι να προπονεί και να ετοιμάζει την ομάδα, δεν μπορεί να ασχοληθεί με άλλα σημαντικά καθήκοντα ειδικά οργανωτικά και εποπτικά.
Με βάση αυτό το μοντέλο, ο ρόλος του Δ.Σ. είναι να καθορίζει τη πολιτική, το χαρακτήρα, τη κατεύθυνση μίας ομάδας. Στη περίπτωση της δικής μας είναι ξεκάθαρο ότι η ΟΜΟΝΟΙΑ είναι μία φύση επιθετική ομάδα. Θέλουμε λοιπόν μία ομάδα με συγκεκριμένη ταυτότητα, φιλοσοφία, στίγμα, αντάξια στην ιστορία της και στις απαιτήσεις του κόσμου της.
Άρα βασική αποστολή του αθλητικού διευθυντή είναι να μετουσιώσει σε πράξη τη φιλοσοφία του σωματείου.
Δηλαδή:
Να συντονίσει, ελέγξει και διασφαλίσει ότι όλα τα τμήματα ακολουθούν αυτή τη φιλοσοφία.
Να στήσει τον απαραίτητο μηχανισμό και να διεξάγει τον αναγκαίο συντονισμό ούτως ώστε όλοι όσοι αποτελούν το ποδοσφαιρικό οικοδόμημα να εργάζονται προς την ίδια κατεύθυνση. Από τον προπονητή της πρώτης ομάδας μέχρι τον τεχνικό διευθυντή και τους προπονητές των ακαδημιών. Αν οι ακαδημίες θα επιτελέσουν ποτέ, μέρος της αποστολής τους, που είναι να τροφοδοτούν την πρώτη ομάδα με ταλέντα, τότε πρέπει οι μικροί να μάθουν από την αρχή να αγωνίζονται με το σύστημα και τη φιλοσοφία που θα ακολουθείται στη πρώτη ομάδα. Να υπάρχει ταυτότητα στόχων και ομοιογένεια.
Να επιλέγει τον προπονητή (coach) της πρώτης ομάδας. O αθλητικός διευθυντής δεν θα επεμβαίνει στο έργο του προπονητή όπως πολλοί εσφαλμένα θεωρούν. Δεν είναι δουλειά του να υποδεικνύει τον τρόπο προπόνησης, επιλογής ποδοσφαιριστών που θα αγωνιστούν κ.λ.π. Αυτά είναι δουλειά του προπονητή. Ο αθλητικός διευθυντής υποβοηθεί και στηρίζει το έργο του προπονητή, έχοντας για παράδειγμα κάνει από πριν το απαραίτητο scouting ούτως ώστε να είναι σε θέση να εισηγηθεί απόκτηση συγκεκριμένων ποδοσφαιριστών σε θέσεις που χρειάζεται.
Να ερευνά και να επιλέγει ποδοσφαιριστές ειδικά σε νεαρές ηλικίες που θα μπορούν στη συνέχεια να πωληθούν και να αποφέρουν κέρδος στο σωματείο.
Ο αθλητικός διευθυντής λογοδοτεί στο Δ.Σ. και βρίσκεται ιεραρχικά πιο ψηλά από το προπονητή.
Όπως στα περισσότερα θέματα, η δουλειά ενός αθλητικού διευθυντή για να αποδώσει χρειάζεται χρόνο και υπομονή.
Το συμπέρασμα μου λοιπόν είναι ότι η μέθοδος που ακολουθούμε μέχρι σήμερα είναι λανθασμένη διότι είναι αποσπασματική. Ως Δ.Σ. ασχολούμαστε με το θέμα προπονητή και στελέχωση πρώτης ομάδας ενώ το τμήμα ποδόσφαιρο πρέπει να ειδωθεί συνολικά. Δεν είναι μόνο η πρώτη ομάδα. Είναι ένας κύκλος που αρχίζει από τις ακαδημίες και τελειώνει στη πρώτη ομάδα.
Σε αυτόν περιλαμβάνονται οι ακαδημίες, οι προπονητές των ακαδημιών, οι φυσιοθεραπευτές, οι γιατροί, οι φροντιστές, οι scouters, η πρώτη ομάδα, ο προπονητής κλπ. Συνεπώς χρειάζεται κάποιος να διευθύνει όλο αυτό το οικοδόμημα.
Επιπλέον, ο τρόπος που επιλέγαμε μέχρι σήμερα ποδοσφαιριστές για να στελεχώσουμε την ομάδα χρήζει σοβαρής βελτίωσης. Το «μάτι» του προπονητή ή του βοηθού του, ή η εμπιστοσύνη στον Α ή τον Β manager ότι φέρνει καλούς παίχτες δεν είναι αρκετή. Ο Λάρκου, για παράδειγμα, αποδεδειγμένα έκανε πετυχημένες μεταγραφές π.χ. Νούνο Ασσίς, είχε όμως ένα καλό budget για κάθε ποδοσφαιριστή. Ο Σαβέφσκι από την άλλη δεν έκανε πετυχημένες μεταγραφές αλλά ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει ποδοσφαιριστές μέχρι ενός χρηματικού ποσού. Για τον Καϊάφα θα δείξει στη πορεία, αλλά και πάλι σημειώνεται ο περιορισμός που είχε στο budget.
Η ουσία όμως είναι ότι ο μηχανισμός στελέχωσης με ποδοσφαιριστές , Κύπριους ή ξένους, πρέπει να είναι ανεξάρτητος από το προπονητικό team. Πρέπει να υπάρχει συνέχεια και ιστορικό. Δεν γίνεται κάθε φορά που αλλάζει προπονητής να αλλάζει και το ρόστερ και να κτίζουμε και να χαλούμε κάθε φορά. Δεν γίνεται επίσης να ψαχνόμαστε για ποδοσφαιριστές λίγο πριν το τέλος της ποδοσφαιρικής περιόδου. Η ανίχνευση πρέπει να είναι συνεχής. Και για αυτή τη δουλειά πρέπει να έχουμε άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις.
Ήδη άλλες ομάδες όπως η ΑΕΚ, η ΑΕΛ, η Ανόρθωση και τώρα το Αποέλ έχουν προσλάβει τεχνικό διευθυντή με αρμοδιότητες όπως αυτές που αναφέρω πιο πάνω. Τα αποτελέσματα θα φανούν τα επόμενα χρόνια και όχι σε μία σεζόν.
Δεν γνωρίζω εάν ο Ρέυ Κλάρκ που έχει προσληφθεί ως τεχνικός διευθυντής θα ασκεί οποιαδήποτε από τις πιο πάνω αρμοδιότητες. Εξ όσων καταλαβαίνω περισσότερο θα έχει ρόλο scouter και σίγουρα δεν θα επιλέγει αυτός το προπονητή ούτε θα εμπλέκεται στην οργανωτική πλευρά του ποδοσφαιρικού τμήματος.
Πολλοί θα διερωτηθούν εάν είναι εφαρμόσιμο αυτό το μοντέλο αφ’ στιγμής έχουμε και προπονητή και τεχνικό διευθυντή οι οποίοι προσλήφθηκαν με βάση την υφιστάμενη δομή.
Κατά την άποψη μου, η πρόσληψη ενός αθλητικού διευθυντή τη στιγμή που έχουμε προπονητή είναι απόλυτα εφικτή για τον εξής λόγο. Ο Καϊάφας είναι γέννημα – θρέμμα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ. Γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλο τι εστί ΟΜΟΝΟΙΑ, ποια είναι η ιστορία της και τι απαιτήσεις έχει ο κόσμος της. Άρα με αυτή τη έννοια είναι εναρμονισμένος πλήρως με την ποδοσφαιρική φιλοσοφία και κατεύθυνση του σωματείου. Ο αθλητικός διευθυντής θα μπορούσε άριστα να συνυπάρξει και να αναλάβει την οργανωτική πλευρά, όπως την ανέλυσα πιο πάνω.
Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά εάν θέλουμε να έχουμε σοβαρές αξιώσεις για το μέλλον. Τα πράγματα στο ποδόσφαιρο προχωρούν τάχιστα και πρέπει και εμείς να αναπροσαρμοστούμε ανάλογα. Το κεφάλαιο ποδόσφαιρο πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά για να αποφέρει μακροπρόθεσμα οφέλη και αποτελέσματα.
Χριστόφορος Χριστοφή